My Antissa Gallery - Άντισσα, η πανέμορφη γωνιά της δυτικής Λέσβου....

Άντισσα, Γαβαθάς, Λιώτα, Κάμπος... Απλά Μαγεία!


Home Login
Album list Last uploads Last comments Most viewed Top rated My Favorites Search
Home > Θεολόγος Ραλλίδης - Ιστορίες του Κάμπου

Ιστορίες του Κάμπου Νο8!


29.jpg

Ένα από τα έθιμα της περιοχής μας είναι και αυτό του Αύγουστου ή Άκστου όπως ονομάζεται στην ντοπιολαλιά. Πραγματοποιείται το βράδυ της 31 Ιουλίου κάθε έτους καιΠαραλία του κάμπου ουσιαστικά είναι ο αποχαιρετισμός αυτού του μήνα και το καλωσόρισμα του Αυγούστου. Ταυτόχρονα αποτελεί ένα είδος ξορκισμού για το κακό. Κατά την διάρκεια αυτού του εθίμου ανάβουμε φωτιές και περνάμε από επάνω.
Ο κάθε άνθρωπος πραγματοποιεί αυτή την ενέργεια τρεις φορές. Το σημείο δε που θα ανάψει η φωτιά πρέπει να είναι τρίστρατο.
Η συνήθεια να πηδάμε πάνω από φωτιές, υπάρχει σχεδόν σε όλη την Ελλάδα. Αυτό που αλλάζει από τόπο σε τόπο είναι η ημερομηνία στην οποία τηρείται το έθιμο. Στις περισσότερες περιοχές της χώρας αυτό γίνεται την 24 Ιουνίου, ημέρα που είναι τα γενέθλια του Ιωάννου Προδρόμου του Βαπτιστού. Σε άλλα μέρη, την παραμονή των γενεθλίων του, δηλαδή 23 Ιουνίου. Στις περισσότερες αυτών των περιπτώσεων, καίνε και τα στεφάνια της πρωτομαγιά στην φωτιά. Υπάρχουν και σημεία της χώρας που η συγκεκριμένη ενέργεια γίνεται την 1 Μαρτίου, με σκοπό το καλωσόρισμα της άνοιξης.
Στον Κάμπο το έθιμο αυτό γινόταν τα παλιά χρόνια σε ένα συγκεκριμένο χώρο. Το σημείο αυτό είναι πάνω στον κεντρικό δρόμο και συγκεκριμένα είναι το δεύτερο τρίστρατο που συναντάμε όταν φύγουμε από την ταβέρνα και τραβήξουμε για το χωριό, όχι για τον Γαβαθά, αλλά αντίθετα. Υπήρχε και ένα πηγάδι σ? αυτή την θέση και δεν θυμάμαι αν υπάρχει ακόμα. Εκεί μαζεύονταν οι νέοι και οι νέες της τότε εποχής, άναβαν φωτιά και περνούσαν από πάνω της λέγοντας κάποιες ευχές. Όταν τελείωνε αυτή η διαδικασία, άφηναν μέσα στην στάχτη ένα σκόρδο και το επόμενο πρωί, έτρωγαν από μία σκελίδα ο καθένας, με σκοπό μα διώξουν το κακό μάτι.
Στα δικά μας νεανικά χρόνια θυμάμαι το τρίστρατο στον Γαβαθά που τελούνταν το συγκεκριμένο έθιμο. Είναι στο υψηλότερο σημείο, του κεντρικού δρόμου, του οικισμού. Θυμάμαι όμως ακόμα πως κάποιοι από τους συμμετέχοντες δεν πήγαιναν να περάσουν την φωτιά από την πλευρά που πήγαιναν οι περισσότεροι αλλά από την ακριβώς αντίθετη. Το αποτέλεσμα ήταν να παρατηρούνται διάφορες εναέριες συγκρούσεις, πάνω από τις φλόγες και διάφορα ατυχήματα και εγκαύματα.
Στον Κάμπο ανάβαμε την φωτιά στο σταυροδρόμι που ήταν στα καφενεία και στην πλευρά του ποταμού που οδηγεί στην θάλασσα. Όταν πλησίαζε το τέλος της τελετουργίας, έκανε από ψηλά την εμφάνιση του, ο επιφορτισμένος με το έργο της κατάσβεσης, εν μέσω αποδοκιμασιών των συμμετεχόντων. Προειδοποιούσε για πάνω από δέκα φορές, πως θα ρίξει νερό και όταν με το καλό το πλήθος απομακρύνονταν, έδινε εντολή να ανοίξει η κάνουλα. Από το λάστιχο που κρατούσε θυμάμαι, έπεφταν κάποιες σταγόνες που ούτε τσιγάρο δεν μπορούσαν να σβήσουν! Τελικά όμως με επιμονή και υπομονή η φωτιά κάποια στιγμή έσβηνε και όλοι φεύγαμε για να επανέλθουμε το επόμενο έτος, την ίδια ημερομηνία και στο ίδιο σημείο, με σκοπό να επαναλάβουμε το έθιμο.
Έχω πολλά χρόνια να βρεθώ 31 Ιουλίου, βράδυ στον Κάμπο.
Θεολόγος.

18 files, last one added on Nov 10, 2024
Album viewed 0 times

Ιστορίες του Κάμπου Νο 9!


xtapodi1.jpg

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΜΠΟΥ ΚΙ ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Κάπου πάνω στον χάρτη της Ελλάδας, υπάρχει μία κουκίδα, όπως τόσες άλλες άλλωστε, που συμβολίζει την θέση ενός μικρού ορεινού χωριού της χώρας. Το χωριό είναι Εισοδος Του Κάμπου χτισμένο βέβαια στην πλαγιά ενός βουνού, αλλά διαθέτει σε κοντινή απόσταση και κάποιους παραθαλάσσιους οικισμούς.
Σήμερα ανάμεσα στους κατοίκους του βασιλεύει η ομόνοια, η αγάπη και η ειρήνη. Κανένας από αυτούς δεν τρέφει αισθήματα ανταγωνισμού για τον συχωριανό του και όλοι ζουν μία ευτυχισμένη ζωή, απαλλαγμένοι από πάθη, κακίες και μίση. Οι καταστάσεις δεν ήταν όμως πάντα έτσι σ’ αυτό τον τόπο.
Κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη, δώσε κλότσο να γυρίσει, παραμύθι να αρχίσει.
Μια φορά κι ένα καιρό, οι νεαροί στην ηλικία κάτοικοι του, ήταν σε εμπόλεμη κατάσταση. Χωρισμένοι σε δύο μεγάλες φυλές, τους Απάτσι και τους Καγιούγκα, πολεμούσαν λυσσαλέα για πολλά χρόνια μεταξύ τους. Οι πρώτοι ήταν αυτοί που διέμεναν κοντά στην πλατεία του χωριού και λίγο πιο χαμηλά, ενώ οι δεύτεροι αυτοί που κατοικούσαν ψηλότερα και προς την πλευρά του δάσους.
Ο οπλισμός τους περιλάμβανε τόξα, ακόντια, ασπίδες, σφεντόνες, πέτρες και καρπούς κυπαρισσιού. Οι τελευταίοι χρησιμοποιούνταν κυρίως από τους Καγιούγκα αφού τελούσαν εν αφθονία στο δάσος του χωριού, σημείο στο οποίο είχαν και το κάστρο τους. Ένα κάστρο που συχνά άλλαζε τόπο, προκειμένου να μην γνωρίζουν την θέση του οι εχθροί. Το ίδιο γινόταν και στο αντίπαλο στρατόπεδο. Η ακριβής θέση του κάστρου κρατούνταν μυστική από τα μέλη κάθε φυλής, αλλά ποτέ δεν έλειπαν οι προδότες, οι κατάσκοποι και οι αιχμάλωτοι πολέμου, οι οποίοι μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να την μαρτυρήσουν.
Από την άλλη πλευρά, η γνώση της θέσης του από τον αντίπαλο, μπορούσε να φέρει καίριο πλήγμα στο γόητρο της φυλής και όχι μόνο. Το κάστρο μπορούσε να λεηλατηθεί και να γκρεμιστεί πολύ εύκολα. Επίσης μπορούσε να επιτευχθεί ο απόλυτος αιφνιδιασμός από τον επιτιθέμενο και να πιαστούν αιχμάλωτοι οι λίγοι φρουροί του.
Τα όπλα κατασκευάζονταν από τους ίδιους τους πολεμιστές. Το δάσος και οι γύρω αγροί έδιναν τις πρώτες ύλες για να φτιαχτούν τα ακόντια, οι σφεντόνες και τα τόξα. Τα βέλη συνήθως φτιαχνόταν από καλάμι και μπροστά τοποθετούσαν μία καρφίτσα, στερεωμένη με σύρμα ή πίσσα. Υπήρχαν και φλεγόμενα, που ποτέ όμως δεν χρησιμοποιήθηκαν στις μάχες του δάσους, για ευνόητους λόγους. Οι φαρέτρες γίνονταν από μεγάλα μπουκάλια χλωρίνης, στα οποία είχαν κόψει πρώτα το πάνω μέρος και οι ασπίδες από τα καπάκια τενεκέδων ή μικρών βαρελιών.
Η κάθε φυλή από αυτές τις δύο μεγάλες, ήταν χωρισμένη σε μικρότερες ομάδες, ανά γειτονιά περίπου και οι οποίες είχαν κάποια φυλάκια με μικρό εξοπλισμό. Όλες μαζί ενωνόταν και αποτελούσαν το τμήμα εκστρατείας ή την αμυντική γραμμή, την ώρα του πολέμου. Δεν απουσίαζαν και οι εμφύλιες, μικρής έντασης συμπλοκές, όπως και οι ανεξαρτητοποιήσεις κάποιων ομάδων.
Στα χρόνια αυτά σημειώθηκαν πολλές μάχες μεταξύ των δύο στρατών. Άλλες στις αρχές του δάσους, αλλά και βαθύτερα σ’ αυτό, άλλες κάτω από την πλατεία και κοντά στο νεκροταφείο του χωριού και άλλες κοντά στον αγροτικό συνεταιρισμό του.
Ιστορικής σημασίας, αλλά και ταυτόχρονα πολύ κρίσιμη για την τελική έκβαση του πολέμου, μάχη ήταν η πολιορκία του παλιού τυροκομείου του χωριού από τους Καγιούγκα και στο οποίο είχαν οχυρωθεί οι Απάτσι. Διήρκεσε τρεις μέρες και τελικά οι αμυνόμενοι άντεξαν και το φρούριο δεν έπεσε στα χέρια του εχθρού. Την τρίτη μέρα δημιουργήθηκε ένα ρήγμα από την ανατολική πλευρά του, εισήλθαν από εκεί μερικοί πολεμιστές των πολιορκητών , έγιναν μάχες σώμα με σώμα αλλά τελικά η αντίσταση των εντός των τειχών, ήταν σθεναρή και κατάφεραν να απωθήσουν την ομάδα των εισβολέων πριν καταφτάσει το κυρίως σώμα της εκστρατείας.
Τα αποτελέσματα του πολυετούς πολέμου ήταν τραυματισμοί, εξαρθρώσεις, κατάγματα, αιχμάλωτοι δεμένοι σε πασσάλους βασανιστηρίων, σπασμένοι γλόμποι, σπασμένα τζάμια και κεφάλια.
Σε κάποια στιγμή έντονων ζυμώσεων και επαναπροσδιορισμού του ρόλου των φυλών, μία ανεξαρτητοποιημένη ομάδα που είχε το φυλάκιο της μέσα στο έδαφος των Καγιούγκα, συμμάχησε με τον κύριο όγκο των Απάτσι. Όλοι μαζί επιτέθηκαν σε μία νεοσύστατη πολύ μικρή ομάδα αποτελούμενη από ένα πρώην πολεμιστή των Καγιούγκα και δύο πρώην των Απάτσι και η οποία δεν συμφώνησε να ενταχθεί σ’ αυτούς. Η τριμελής ομάδα οχυρώθηκε σε ένα φυλάκιο, άντεξε στις επιθέσεις και όταν της τελείωσαν τα πολεμοφόδια διασκορπίστηκε στο χωριό, αφού πρώτα όρισε σημείο συνάντησης σε ένα άλλο κρυφό φυλάκιο. Κυνηγήθηκε όλη την ημέρα αλλά κανένα μέλος της δεν έπεσε στα χέρια του εχθρού. Όταν αντάμωσαν ξανά οι τρεις πολεμιστές, εφοδιάστηκαν με στρατιωτικό εξοπλισμό και σχεδίαζαν την επόμενη κίνηση τους. Αποφασισμένοι να πουλήσουν ακριβά το τομάρι τους ανέβηκαν στο δάσος, όπου παρατήρησαν όμως ότι εντός της μεγάλης ομάδας, ξέσπασε εμφύλιος. Οι Απάτσι είχαν επιτεθεί στην ανεξαρτητοποιημένη ομάδα. Ενώθηκαν με τους επιτιθέμενους και πολιόρκησαν το κάστρο των αντιπάλων. Το κυρίευσαν και οι ηττημένοι βρήκαν καταφύγιο στα σπίτια τους. Αυτοί οι τελευταίοι από τότε δήλωσαν υποταγή στους Καγιούγκα οι οποίοι δεν είχαν πάρει μέρος σ’ αυτή την μάχη.
Ο πόλεμος μεταξύ των δύο στρατών άρχισε να παίρνει διαφορετική τροπή όταν μπήκαν στο παιχνίδι και οι μεγάλες δυνάμεις. Η τεχνολογία τους εφοδίασε με αεροβόλα όπλα. Στην αρχή έγινε συμφωνία να υπάρχει μόνο ένα σε κάθε πλευρά κι αυτό να το έχει ο αρχηγός. Ένας όρος όμως που καταστρατηγήθηκε στην πορεία και ήταν ικανός να οδηγήσει στον τερματισμό των συγκρούσεων. Έτσι οι δύο φυλές έθαψαν το τσεκούρι του πολέμου. Για πάντα;
Ο νεαρός πολεμιστής των Καγιούγκα που συμμετείχε στην τριμελή ομάδα, το ξέθαψε κρυφά ένα βράδυ και επιχείρησε να μεταφέρει τις πολεμικές επιχειρήσεις στους παραλιακούς οικισμούς που πήγαινε το καλοκαίρι.
Στον πρώτο οικισμό που πήγε, δυσκολεύτηκε να πείσει τους φίλους του να φτιάξουν φυλή και να πολεμήσουν. Βλέπεις οι περισσότεροι από αυτούς ήταν από την Αθήνα και όχι μόνο δεν είχαν όμοια με αυτόν ιδανικά, αλλά δεν κατείχαν και την τέχνη του πολέμου. Μετά από προσπάθεια τους έπεισε να φτιάξουν ένα κάστρο και άρχισε να τους εκπαιδεύει. Με την κίνηση του αυτή είχε πετάξει το γάντι στους αντιπάλους και περίμενε να επιτεθούν.
Οι εχθροί όμως ήταν ύπουλοι. Δεν επιτέθηκαν ποτέ στα ίσια αλλά πήγαιναν κρυφά το βράδυ και γκρέμιζαν το κάστρο. Εκείνος, δεν απογοητεύτηκε! Έφτιαξε καινούριο σε άλλη θέση, μετάφερε τον οπλισμό σ’ αυτό και άφησε το παλιό να φαίνεται ότι υπάρχει. Έφτιαξε χάρτες με ψεύτικες πληροφορίες και φρόντισε αυτοί να πέσουν στα χέρια του εχθρού για να τον παραπλανήσει. Ταυτόχρονα συνέχισε να εκπαιδεύει τους συμπολεμιστές του.
Έφτασε δυστυχώς κάποια μέρα που προς μεγάλη του λύπη, διαπίστωσε ότι οι εχθροί όχι μόνο δεν γνώριζαν την ύπαρξη της φυλής, αλλά ούτε του κάστρου. Ακόμα αντελήφθη πως αυτό το τελευταίο το γκρέμιζε συνέχεια ένα μέλος της δικής του ομάδας. Αυτός που συνήθως του μετέφερε την είδηση της καταστροφής.
Σοκαρισμένος από την προδοσία αλλά πεισμωμένος περισσότερο, πήγε στον δεύτερο οικισμό. Έφτιαξε μόνος του νέο φρούριο σε στρατηγική θέση, κατασκεύασε όπλα και ύψωσε σημαία. Οπλισμένος σαν αστακός περιπολούσε συνέχεια, αλλά ο εχθρός … δεν φάνηκε ποτέ!
Αργότερα έμαθε ότι ο σπόρος που είχε φυτέψει στον πρώτο οικισμό είχε βλαστήσει. Οι κάτοικοι του έκαναν πόλεμο! Μόλις έμαθε όμως πως αυτός είχε διεξαχθεί με όπλα κάποια σταφύλια και αρκετές φλούδες καρπουζιού, σκέφτηκε ότι θα τρίζουν τα κόκαλα κάποιων παλιών πολεμιστών των Απάτσι και των Καγιούγκα, αν το μάθαιναν.
Κάπου εκεί αποφάσισε να θάψει το τσεκούρι του πολέμου, οριστικά αυτή την φορά.
Κι έζησε αυτός καλά κι εμείς καλύτερα!
Κάποιος, κάπου, κάποτε είχε πει: Αν θέλεις να επιβιώσεις βρες έναν εχθρό κι αν δεν υπάρχει, δημιούργησε κάποιον.
Θεολόγος.

16 files, last one added on Nov 10, 2024
Album viewed 0 times

ΜΙΑ ΚΟΚΟΡΟΜΑΧΙΑ ΓΥΡΩ ΣΤΑ ΧΙΛΙΑ ΕΝΝΙΑΚΟΣΙΑ ΕΒΔΟΜΗΝΤΑ ΤΟΣΟ…


iliovasilema_kampos.jpg

Τούτο τον καιρό πέρασα μια ίωση και όπως είναι φυσικό, σε τέτοιες περιπτώσεις, τάραξα από πλευράς διατροφής τις σούπες και τα κοτόπουλα.
Πρέπει να έχω φάει πάνω από πέντε κοτέτσια αυτές τις μέρες!
Με αφορμή αυτό το γεγονός θυμήθηκα μια ιστορία παιδικών χρόνων και επειδή ότι θυμάμαι - χαίρομαι, σκέφτηκα να την γράψω εδώ και να την μοιραστώ με όποιον από εσάς θέλει να την διαβάσει.
Η ιστορία είναι προσωπική και έχει στους κεντρικούς ρόλους  και το κόκορα της γιαγιάς κι εμένα. Σε δευτερεύοντες ρόλους την μητέρα μου και την γιαγιά και φιλική συμμετοχή κάνει μια γειτόνισσα.
Έτος 1972 – 1973, κάπου εκεί, πρέπει να ήμουν Α τάξη δημοτικού, αν δεν κάνω λάθος. Η γιαγιά είχε στην μία άκρη της αυλής ένα κοτέτσι στο οποίο υπήρχαν μερικές κότες και πετεινός. Τα πτηνά, στην διάρκεια της μέρας γύριζαν και έξω από το οίκημα τους και εντός της αυλής. Προεξέχουσα μορφή αυτού του γκρουπ ήταν ο επικεφαλής του, δηλαδή ο πετεινός, που είχε αυτή την  εποχή. Ο συγκεκριμένος είχε επιβλητική παρουσία, ήταν ένας επιβήτορας, θηρίο στην όψη,  το απόλυτο αφεντικό της αυλής θα έλεγα. Θα μπορούσα ακόμα να πω, με λίγη υπερβολή, πως είχαμε περίπου το ίδιο … μπόι τότε! Ταυτόχρονα είχα παρατηρήσει πως ήταν αρκετά ευέξαπτος και νευρικός! Αυτό που λέμε λαϊκά … στην τσίτα!!!
Τον παρακολουθούσα από ψηλά και από το παράθυρο ενός δωματίου του σπιτιού, για κάποιες μέρες. Μετά άρχισα να ανοίγω την πόρτα της κουζίνας, που κι αυτή ήταν ψηλά και να τον κοιτάζω κι από εκεί. Την πόρτα την ακολουθούσε μεγάλη πέτρινη σκάλα, η  οποία οδηγούσε στη  αυλή. Εντός της αυλής υπήρχαν, εκτός από το κοτέτσι, στάβλος και υπόγειο – αποθήκη.
Αφού είχα αρχίσει να ανοίγω  την πόρτα, άρχισα να βγαίνω και στο πλατύσκαλο σιγά – σιγά. Όταν το πατούσα, ο πετεινός σταματούσε ότι κι αν έκανε αυτή την στιγμή και με κοίταζε. Αφού έκανα μερικές επισκέψεις στο πλατύσκαλο και αυτός ακολουθούσε την ίδια τακτική, την επόμενη φορά αποφάσισα να τον πειράξω. Τον πείραξα λοιπόν από μακριά και έτσι όπως θα πείραζε ένα παιδί. Έβαλα πάνω στην μύτη μου τον αντίχειρα και κούνησα τα τέσσερα δάχτυλα μου. Ο πετεινός εξοργίστηκε αμέσως και χίμηξε για την σκάλα προκειμένου να μου ορμίσει. Έτρεξα γρήγορα  μέσα στην κουζίνα κλείνοντας ακόμα πιο γρήγορα την πόρτα πίσω μου. Πήγα με την ίδια ταχύτητα στην  γιαγιά και τον «έδωσα» στυγνά ! Της  ανέφερα πως ο πετεινός είναι κακός, αυτή κούνησε το κεφάλι της καταφατικά, αλλά δεν είπε τίποτα.
Οι μέρες περνούσαν και περνούσαν στο ίδιο σκηνικό. Εγώ να βγαίνω στο πλατύσκαλο και να πειράζω τον κόκορα, αυτός να μου επιτίθεται κι εγώ να τρέχω γρήγορα μέσα κλείνοντας την πόρτα. Τα πειράγματα δε που του έκανα, ήταν αυτό που ανέφερα πριν ή να βγάζω έξω την γλώσσα μου. Και με τα δύο, το πτηνό «τα έπαιρνε στο κρανίο» και ξαπολούσε αμέσως επίθεση. Επειδή είχα μάθει την διαδρομή που έκανε μέχρι να φτάσει στο πλατύσκαλο (έκανε κύκλο και πήγαινε από την αρχή της σκάλας, την οποία άρχιζε να ανεβαίνει) όσο περνούσε ο καιρός, τον άφηνα να πλησιάζει   όλο και πιο κοντά, δίνοντας του ψεύτικες ελπίδες πως κάποια στιγμή θα με προλάβει. Αυτό νομίζω πως τον εξόργιζε ακόμα πιο πολύ! Πρέπει να αναφέρω  πως σε όποιον από τους φίλους μου κι αν έλεγα το τι συμβαίνει, δεν με πίστευε κανένας!
Πέρασε ακόμα ένας μήνας περίπου με το να «διασκεδάζουμε» με αυτό τον τρόπο οι δυο μας και έφτασε τελικά μια χειμωνιάτικη μέρα που μαζί με την μητέρα μου κάναμε μια επίσκεψη στην γιαγιά. Κατέβαινα αυτά τα χρόνια συνέχεια σ’ αυτό το στενό, στο οποίο παίζαμε μπάλα,  μουτσί (αμάδες),  καρφωτό, μαρέλια (μπίλιες – βόλοι) μέχρι και αμπάριζες.  Μια που πήγαινε η μητέρα μου, πήγα κι εγώ μαζί, λίγο πιο νωρίς από την ώρα που μαζευόμασταν, για να δω και λίγο την γιαγιά.  Το έκανα τις περισσότερες φορές κι από μόνος μου άλλωστε, γιατί εκτός από την βεντέτα που είχα ανοίξει με τον πετεινό, την γιαγιά την υπεραγαπούσα και ήθελα να την βλέπω συχνά. Η συγκεκριμένη μέρα πρέπει να ήταν τέτοια εποχή, μέσα στις μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.
Να ανοίξω μια παρένθεση, μια που τις ανέφερα, για τις αμπάριζες. Νομίζω ήταν μακράν το πιο εμπνευσμένο παιχνίδι που είχαμε! Απαιτούσε ταχύτητα, αντοχή, αντίληψη, παρατηρητικότητα και φυσικά, επειδή ήταν ομαδικό, καλούς συμπαίκτες! Μετά από τόσα πολλά χρόνια πια και σαν παρατήρηση, έχω να πω πως χρειαζόταν και κάτι άλλο όμως, που εμείς ποτέ δεν είχαμε. Διαιτητή ή ακόμα και διαιτητές. Επειδή ακριβώς δεν είχαμε, αναγκαζόμαστε να κάνουμε μεγάλες διακοπές και να χάνουμε πολύτιμο χρόνο παιχνιδιού! Αυτές οι διακοπές γινόταν γιατί κάθε τρεις και λίγο, κάποιοι από εμάς, ανά ζευγάρια, τρέχαμε κι αγκαλιαζόμασταν ο ένας με τον άλλο (σαν να είχαμε να βρεθούμε τριάντα χρόνια μεταξύ μας) και φωνάζαμε επίσης ο ένας στον άλλο «σ’ έχω» μια που ο καθένας μας είχε διαφορετική άποψη, για το ποιος έφυγε τελευταίος από την αμπάριζα του… Κλείνει η παρένθεση. 
Οι δυο τους έκατσαν στο ένα δωμάτιο, δίπλα στο μαγκάλι και άρχισαν να συζητούν. Κάποια στιγμή η γιαγιά ανέφερε πως κάποια δουλειά είχε ξεχάσει να κάνει στο υπόγειο και τότε η μητέρα μου είπε να πάω να την κάνω εγώ. Η αλήθεια είναι πως μόλις το άκουσα βάρεσε συναγερμός  μέσα μου, γιατί σκέφτηκα τον μπαμπούλα της αυλής, ο οποίος ήταν που ήταν όλο νεύρα, τον είχα κάνει κι εγώ με την συμπεριφορά μου … μπαρούτι! Υπενθύμισα αμέσως στην γιαγιά πως “ο πετεινός είναι κακός” , εκείνη έδειξε προβληματισμένη, αλλά η μητέρα μου δεν άλλαξε γνώμη, λέγοντας μου πως λέω βλακείες. Έδειξα προθυμία τελικά και ξεκίνησα για το υπόγειο. Η καρδούλα μου το ήξερε…
Από το δωμάτιο αυτό πέρασα στην κουζίνα και σιγά – σιγά άνοιξα την πόρτα που οδηγούσε στην σκάλα. Κοίταξα έξω και ο οξύθυμος δεν φαινόταν πουθενά. Πήγα στο πλατύσκαλο και άρχισα να κατεβαίνω την σκάλα. Ησυχία! Διέσχισα προσεκτικά την αυλή και έφτασα στο στενάκι που οδηγούσε στο υπόγειο. Με όλες τις αισθήσεις μου σε επιφυλακή, το πέρασα κι αυτό και μπήκα μέσα. Έκανα την δουλειά που ήθελαν και πήρα τον δρόμο της επιστροφής. Έκλεινα την πόρτα του υπογείου, όταν  ένιωσα ένα ζευγάρι μάτια καρφωμένα στην πλάτη μου. Γύρισα αμέσως και είδα στην άλλη άκρη του στενού το εξοργισμένο θηρίο της αυλής, να μου έχει κλείσει τον δρόμο . Αν αυτή η στιγμή ήταν σκηνή από ταινία, νομίζω θα είχε μια αρκετά επιβλητική  μουσική!
Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν να επιστρέψω γρήγορα στο υπόγειο, αλλά μετά τι θα έκανα; Θα βαρούσα το ταβάνι του υπογείου και θα φώναζα ή θα περίμενα μέχρι να ανησυχήσουν πάνω; Και τα δύο δεν θα με τιμούσαν ιδιαίτερα…
Ενώ το ζώο είχε αρχίσει να κάνει τα πρώτα βήματα προς εμένα, παρατήρησα πως μέσα στο στενό υπήρχε ένας ακουμπισμένος στον τοίχο κασμάς. Αποφάσισα να τα παίξω όλα για όλα και να πουλήσω ακριβά το τομάρι μου! Έφτασα το εργαλείο και αφού το πήρα στα χέρια μου, κατάφερα και το πέταξα πάνω στον πετεινό. Τον χτύπησε στο κεφάλι, από την άκρη κι από την πλευρά του ξύλου και εκείνος έδειξε να έχει ζαλιστεί και άρχισε να παραπατάει. Τότε άρχισα να τρέχω! Βγήκα από το στενό, πέρασα την αυλή και έφτασα στην αρχή της σκάλας, την οποία άρχισα να ανεβαίνω. Στο μεταξύ ο πετεινός είχε ξεπεράσει το σοκ από το χτύπημα και με πήρε στο κυνήγι. Δεν τον αδικώ βέβαια. Μήνες την περίμενε αυτή την στιγμή!
Ήμουν σχετικά άνετος σ’ αυτή την κούρσα γιατί επωφελούμενος από το ζάλισμα του ζώου είχα πάρει μια απόσταση ασφαλείας. Αυτή χάθηκε όμως όταν είδα πως ο πετεινός δεν τήρησε το fair play και ενώ κάθε φορά πήγαινε από την αρχή της σκάλας, αυτή την φορά πήδηξε πάνω σ’ αυτή από το πλάι με αποτέλεσμα να με προλάβει περίπου στα μισά της. Όρμισε πάνω μου κι εγώ συνέχισα να τρέχω προσπαθώντας να φτάσω την πόρτα. Μετά χιλίων κόπων και βασάνων την έφτασα. Η πόρτα όμως, όπως συμβαίνει πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις (αν κάτι είναι να πάει στραβά, θα πάει – που λέει και ο νόμος του Μέρφυ)  μάγκωσε και δεν άνοιγε. Τελικά, με το πτηνό σκαρφαλωμένο  στην πλάτη μου, κατάφερα να την ανοίξω κάποια στιγμή και να βρεθώ στην κουζίνα. Ο αντίπαλος μου δεν έδειχνε και πολύ διατεθειμένος να καταθέσει τα όπλα όμως κι έτσι συνέχισα να τρέχω, χωρίς να κοιτάξω πίσω μου διέσχισα την κουζίνα και άνοιξα την πόρτα του επόμενου δωματίου που ήταν μέσα οι δύο γυναίκες. Από τις εκφράσεις των προσώπων τους, τον τρόπο που πετάχτηκαν όρθιες και τα πολλά «ακ» που άκουσα, κατάλαβα πως ήμασταν τέσσερις στο δωμάτιο κι όχι τρεις…
Ακολούθησε ένα πανδαιμόνιο από τις φωνές και των τεσσάρων μας αλλά και από μία γειτόνισσα που χτυπούσε επίμονα το παράθυρο αυτή την ώρα για να κάνει επίσκεψη.  Πέρασα τρέχοντας ξυστά από το μαγκάλι που είχε πάνω καφέ, φλισκούνι και χάχλες  και πήδηξα με τα παπούτσια (δεν προλάβαινα να τα βγάλω) επάνω στο κρεβάτι. Γύρισα το κεφάλι και είδα το πουλερικό να είναι ανεβασμένο κι αυτό μαζί μου σε απόσταση 30 εκατοστών περίπου από μένα. Για καλή μου τύχη δεν με κοίταζε αυτή την στιγμή. Ίσως γιατί είχαν τραβήξει την προσοχή του οι πιο δυνατές κραυγές που ακουγόταν αυτή την ώρα στο δωμάτιο… Δεν ξέρω αν ήταν από ένστικτο, από φόβο ή από συνήθεια, αλλά αυθόρμητα  έπιασα ένα ¨γεμάτο¨ και ευθύβολο σουτ με το δεξί κουτουπιέ κι ο κόκορας αφού πέρασε πάνω από το μαγκάλι, καρφώθηκε στην μία γωνιά του δωματίου (κρίμα που η γιαγιά και η μητέρα μου δεν ήξεραν από ποδόσφαιρο γιατί θα με αποθέωναν) και στην συνέχεια πρόλαβα, ανάμεσα από κάποια φτερά που υπήρχαν στον αέρα, να τον δω  να πέφτει πίσω από το σεντούκι της γιαγιάς. Εκείνη την στιγμή ανέλαβε δράση η οικοδέσποινα! Βούτηξε πάνω του, τον άρπαξε από τον λαιμό και στην συνέχεια (αφού του τα έψελνε στην διαδρομή) πήγε και τον πέταξε έξω από την πόρτα, στην σκάλα της αυλής. Πολύ θα ήθελα  αυτή την στιγμή να είχα ένα κοντινό πλάνο από την έκφραση που είχαν οι κότες όταν τον έβλεπαν έτσι στραπατσαρισμένο! Πιστεύω πως θα έκανε αρκετή ώρα να συνέλθει από το σοκ! Για τον πετεινό μιλάω πάντα… Όσο για μας, κάπου εκεί σταμάτησαν οι φωνές και τα ουρλιαχτά και επήλθε η ηρεμία! Ανοίξαμε δε και την εξώπορτα να μπει η γειτόνισσα για να κάνει την φιλική συμμετοχή της και να ολοκληρωθεί το παζλ της ιστορίας.
Μια παρατήρηση που έχω να κάνω είναι πως είχα καλύτερη φυσική κατάσταση από τον πετεινό. Λίγο πριν τον σουτάρω κι ενώ ήταν πάνω στο κρεβάτι, νομίζω πως τα είχε «φτύσει» εντελώς! Ακόμα θα πρέπει να πω, πως αν δεν μου είχε κάτσει τόσο καλά το ελεύθερο χτύπημα, το πιθανότερο είναι να έσκαγε μέσα ή πάνω στο μαγκάλι, οπότε θα είχαμε άλλες ιστορίες μετά με απρόβλεπτες συνέπειες… Φυσικά σε περίπτωση στραβοκλωτσιάς θα μπορούσε να πάει και πάνω σε κάποια από τις δύο γυναίκες, πάνω στον μπουφέ με τα γυαλικά ή ακόμα και πάνω στο τζάμι που χτυπούσε η γειτόνισσα! Την πιθανότητα να έκανα κάποιο φστ αυτή την ώρα, δεν θέλω ούτε να την σκέφτομαι …
Τα υπόλοιπα παιδιά, έξω από το σπίτι και μέσα στο στενό, είχαν αρχίσει να μαζεύονται για μπάλα και έτσι βγήκα κι εγώ. Αυτή την φορά μάλιστα δεν χρειαζόταν να κάνω και ζέσταμα… Πιο χαλαρός πια, είχα όλο τον χρόνο μπροστά μου για να σουτάρω μπάλα, πέτρες και μαζί με τους φίλους μου να ξεχαλακώσουμε τα ντουβάρια και να σηκώσουμε τον μαχαλά  στο πόδι για άλλη μια φορά! Ίσως γιατί για μας ήταν άλλη μια μέρα ζωντανή που δεν έπρεπε να πάει χαμένη…
Στην αυλή την γιαγιάς έκανα πολύ καιρό να ξαναβγώ και το έκανα μόνο όταν είχα πάρει την εκδίκηση μου. Στον κόκορα φυσικά ποτέ δεν έδωσα ευκαιρία να πάρει την δικιά του. Θα έχετε ακούσει να λένε πως η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγετε κρύο! Το δικό μου πιάτο ήταν ζεστό και πολύ νόστιμο σας πληροφορώ!!! Κι ενώ σαν παιδί δεν μου άρεσαν ιδιαίτερα οι σούπες, την συγκεκριμένη  την τίμησα και μάλιστα  με το παραπάνω! Είχα τους λόγους μου…
Ο επόμενος πετεινός που είχε η γιαγιά ήταν πολύ ήρεμος και φιλήσυχος τύπος και έτσι η αυλή της έγινε φιλική για μένα και αποτέλεσε στην συνέχεια ένα τόπο που πέρασα αρκετές ώρες από την παιδική ζωή μου.
Πέρασαν πολλά χρόνια για να πετύχω ξανά επιθετικό κόκορα και αυτός έτυχε να είναι δικός μας. Τον είχαμε στον Κάμπο. Τότε όμως  ήμουν ενήλικος πια και δεν τολμούσε να μου επιτεθεί αλλά ακόμα κι αν το έκανε, μόνο και μόνο με  την πείρα που είχα αποκτήσει από την προηγούμενη φορά, νομίζω πως όχι μόνο σουτ θα έριχνα αλλά μέχρι ντρίμπλες,  και σέντρες θα έκανα μ’ αυτόν…
Καλή χρονιά να έχετε όλες και όλοι! Πάμε για άλλο ένα δύσκολο έτος και θέλω να ευχηθώ, εκτός από υγεία, να μπορέσουμε όλοι μας να διατηρήσουμε τουλάχιστον την αξιοπρέπεια μας, η οποία δέχεται πολλά χτυπήματα αυτά τα χρόνια. Επίσης καλό είναι να θυμόμαστε (και πάλι όλοι μας) πως η σοβαρότητα από την σοβαροφάνεια είναι δύο τελείως διαφορετικά πράγματα…
Ιδιαίτερες ευχές στον Μπάμπη και στην οικογένεια του καθώς επίσης και σε όλους τους φίλους μου όπου κι αν βρίσκονται, όσο καιρό κι αν έχω να τους δω!!!

Θεολόγος.

1 files, last one added on Nov 23, 2024
Album viewed 0 times

"H στργγκυλή Θεά"


20240703_192103_28Copy29.jpg

Με το που σταμάτησα να μπουσουλάω και άρχισα να πατάω αξιοπρεπώς στα πόδια μου, θυμάμαι τον εαυτό μου μέσα στην αυλή μας να κλωτσάει μια καφέ μικρή πλαστική μπάλα
και να έχει για τέρμα την εξώπορτα η οποία ήταν ξύλινη. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα και αφού  ταλαιπώρησα πολύ και την μπάλα και την πόρτα, η δεύτερη «τα έφτυσε» και  έτσι την αλλάξαμε και βάλαμε σιδερένια.
 
Αυτή είχε μεγαλύτερη αντοχή αλλά έκανε μεγάλο θόρυβο η άτιμη! Έτσι κάθε τρεις και λίγο που σουτάριζα η γειτονιά «σηκωνόταν στο πόδι» ενώ ταυτόχρονα μ’ αυτό τον τρόπο διατηρούσα την μητέρα μου σε μια εγρήγορση και δεν την άφηνα να χαλαρώνει ιδιαίτερα… Από την άλλη πλευρά όμως ήξερε που είμαι και τι κάνω, οπότε είχε και την ησυχία της κατά κάποιο τρόπο. Αντικρουόμενα συναισθήματα…
Πέρασε και πάλι κάποιο χρονικό διάστημα, πήγα σχολείο και διαπίστωσα πως υπάρχει κι άλλος κόσμος έξω από την πόρτα. Έτσι μια μέρα που βαρέθηκα να παίζω ποδόσφαιρο μόνος μου,  την άνοιξα και το πρώτο πράγμα που είδα ήταν έναν ηλικιωμένο συγχωριανό μου να ανεβαίνει την ανηφόρα καβάλα στο γαϊδούρι. Τον ρώτησα αν θέλει να παίξουμε  μπάλα αλλά εκείνος δεν απάντησε. Χαμογέλασε και μετά κοίταξε μπροστά, ανάμεσα και πάνω από τα αυτιά του γαϊδουριού. Οι δυο τους συνέχισαν την πορεία τους, χωρίς να ασχοληθούν μαζί μου.
Πήρα την μπάλα στην αγκαλιά μου και άρχισα να κάνω δειλά – δειλά κάποια βήματα ακολουθώντας την κατηφόρα. Στο πρώτο στενό που σταμάτησα στα δεξιά μου, είδα άλλα δύο παιδιά της ίδιας περίπου ηλικίας με μένα  να με κοιτάζουν. Μείναμε σαν τα αγάλματα για αρκετά δευτερόλεπτα! Επιστρατεύοντας όλο το θάρρος μου, πήγα να ανοίξω το στόμα και να μιλήσω αλλά ένας από αυτούς ήταν πιο θαρραλέος και  με πρόλαβε, προτείνοντας μου να πάω την μπάλα για να παίξουμε.
Περίπου μιάμιση  ώρα μετά και πάνω  που είχε ξεπεράσει η μητέρα μου το σοκ από την δραπέτευση που είχα κάνει, ένα τεράστιο χαμόγελο ήταν ζωγραφισμένο στα χείλη μου και ένα αίσθημα υπερηφάνειας τύλιγε την αύρα μου! Δεν είχε πάει τσάμπα όλη αυτή η κλωτσοπατινάδα μέσα στην αυλή, τα σπασμένα λουλούδια, το σπασμένο τζάμι της αποθήκης, η ξεπουπουλιασμένη κότα αλλά κυρίως δεν είχε πάει τσάμπα η ηρωική ξύλινη πόρτα!!!
Παίξαμε αρκετά παιχνίδια σ’ αυτό το χωμάτινο στενό και κάποια στιγμή αποφάσισα να κατέβω και στο αμέσως επόμενο. Εκεί βρήκα κι άλλους ποδοσφαιριστές αλλά το γήπεδο ήταν διαφορετικό. Είχε πέτρες. Ντουσιμές!!! Οι πιθανότητες να πετύχεις την μπάλα ή την προεξέχουσα πέτρα ήταν μοιρασμένες. Τέλος πάντων, πότε κλωτσούσαμε την μία, πότε την άλλη, πότε την πόρτα τις γειτόνισσας που μας κυνήγαγε  με την φουρκαλιά και ήρθε κάποια στιγμή που αποφασίσαμε να κατηφορίσουμε ακόμα πιο κάτω στο χωριό.
Εκεί πραγματικά βρεθήκαμε στον πολιτισμό! Τα γήπεδα ήταν για μας χαλιά! Για την ακρίβεια είχαν τσιμέντο και όχι χώμα ή πέτρες. Ακόμα μπορούσες να παίξεις το ένα – δύο με τα ντουβάρια πολύ άνετα, αφού ήταν πιο ίσια και λιγότερο ξεροτρόχαλα από τα δικά μας.  Μεγαλουργήσαμε κι εκεί, σε διάφορα στενά κοντά στην αγορά του χωριού και αφού τα χρόνια πέρασαν και ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, έφτασε η στιγμή να πατήσουμε τα ιερά χώματα του γηπέδου της Άντισσας, του  γνωστού Γυμναστηρίου (με κεφαλαίο παρακαλώ) και να δείξουμε την αξίας μας. Ήμασταν έτοιμοι ποδοσφαιριστές πια και δεν υπήρχε λόγος να παίζουμε άλλο στις… αλάνες!  Ήταν η στιγμή, η μικρή καφέ πλαστική μπάλα να αναπαυθεί πια στην αυλή…
Φτάσαμε και στο Γυμναστήριο, με τον καιρό αρχίσαμε να παίζουμε κι εκεί, γίναμε παρέα και συνεχίσαμε να κλωτσάμε πάνω σ’ αυτό αλλά και να κυνηγάμε την μπάλα στο από κάτω λαγκάδι με τα κουκιά, να κλωτσάμε σε διάφορα στενά, σε κάποια πολύ περίεργα και αυτοσχέδια γήπεδα, μετατρέψαμε το γήπεδο μπάσκετ του χωριού σε γήπεδο ποδοσφαίρου παίζοντας «τερματάκια»,  κλωτσούσαμε στον Κάμπο, στον Γαβαθά, μέχρι και τα βουνά πήραμε κάποια στιγμή χωρισμένοι σε Αστέρας και Κεραυνός και κάναμε δύο πρωταθλήματα. Για την ακρίβεια τρία κάναμε αλλά στο πρώτο η έδρα μας ήταν η θέση Ντουζμπίρ στο χωριό και των αντιπάλων διάφορα γήπεδα κοντά στον αγροτικό συνεταιρισμό της Άντισσας.
Όταν λέω πως πήραμε τα βουνά εννοώ πως ανεβήκαμε πάνω από το δάσος του χωριού και φτιάξαμε γήπεδο στο οποίο πηγαίναμε συγκεκριμένοι άνθρωποι και παίζαμε. Το γήπεδο είχε χορτάρι αλλά είχε και ένα περίεργο σχήμα, σχεδόν τριγωνικό. Στον ιδιοκτήτη βέβαια  του βοσκότοπου (που μέρος του είχαμε μετατρέψει σε γήπεδο) δεν άρεσε και πολύ η ιδέα μας κι έτσι όσες φορές μας πετύχαινε εκεί δεν έχανε την ευκαιρία να μας το υπενθυμίζει με έναν τρόπο όχι και πολύ πολιτισμένο θα έλεγα…
Μια εποχή, ένα θερινό τριμελές τμήμα της μεγάλης ομάδας, συνεδρίαζε με την μπάλα σε ένα στενό κοντά στην αγορά κάνοντας φάσεις. Έτσι τις ονομάζαμε. Βέβαια ανάμεσα στις φάσεις κάναμε και πολλά φστ (κάποιοι θα καταλάβουν) με τα οποία διασκεδάζαμε περισσότερο νομίζω. Επίσης εκεί γίνονταν συχνά κάτι πολύ περίεργα σουτ, με την μπάλα να ξεκινάει από τον μηρό, να περνάει πάνω από το γόνατο, να διασχίζει το καλάμι και τελικά να φεύγει από το πόδι κάνοντας μια καμπύλη τροχιά με αποτέλεσμα να περνάει πάνω από τον τερματοφύλακα, ο οποίος είχε πέσει κάποια δευτερόλεπτα πριν!
Θα μπορούσα να γράφω για ώρες, για αγώνες, για αποτελέσματα, για γκολ! Μπορεί να φανεί περίεργο αλλά τα θυμάμαι όλα και δεν έχω κρατήσει κάποιο αρχείο, ούτε γενικά κάποιες σημειώσεις κι ας πέρασαν τόσα χρόνια. Δεν ξέρω αν σας έχει τύχει να μην θυμάστε κάτι που έγινε πριν από ένα μήνα αλλά να θυμάστε με κάθε λεπτομέρεια κάτι που έγινε πριν 35 ή 38 χρόνια. Μάλλον κρατάμε στην μνήμη, αυτό που μας ενδιαφέρει ή μας έχει κάνει εντύπωση ή τέλος αυτό που αγαπάμε και έχουμε την διάθεση να ξεχνάμε πράγματα που τα θεωρούμε ασήμαντα.
Κι ενώ λοιπόν όλα αυτά τα χρόνια εμείς, βρήκαμε, κάναμε και φτιάξαμε τόσα γήπεδα, από πλευράς υπευθύνων δεν έγινε ποτέ κάτι ανάλογο. Κάθε λίγο ακουγόταν πως θα γίνει ένα γήπεδο. Πότε προέκταση του Γυμναστηρίου, πότε πως θα γίνει στον Ανεμόμυλο και πότε αλλού. Μάταια όμως! Εδώ πάνω από δέκα χρόνια περιμέναμε πως θα μπει ένα συρματόπλεγμα στο Γυμναστήριο και τελικά δεν μπήκε ποτέ! Δεν έγινε ένα κανονικό γήπεδο όσο ήμουν στο χωριό αλλά έγινε αρκετά αργότερα. Κρίμα! Όχι γιατί έγινε αργότερα, αλλά γιατί δεν έγινε τότε που υπήρχαν οι κατάλληλες συνθήκες από πλευράς ανθρώπινου δυναμικού για να γίνει. Και αργότερα που έγινε, καλό είναι και γενικά ποτέ δεν είναι άσχημο να υπάρχει κάποιος χώρος άθλησης, ότι κι αν είναι αυτό.
Τότε όμως υπήρχε πολύς κόσμος αλλά το κυριότερο είναι πως αυτός ο κόσμος το αγαπούσε το ποδόσφαιρο. Παίζαμε μπάλα παντού και σχεδόν μέχρι να σκοτεινιάσει. Παίζαμε με αέρα, με βροχή, με χιόνι, με καύσωνα. Ήμασταν ενήμεροι για τα αθλητικά δρώμενα σε εποχές που μόνο κατά λάθος έπεφτε κάποια εφημερίδα στα χέρια μας, οι τηλεοπτικές μεταδόσεις ήταν περιορισμένες, το ίδιο και οι αθλητικές εκπομπές. Μέχρι ποδόσφαιρο με χαρτάκια παίζαμε. Είμαι σίγουρος πως κάποιοι από εμάς ακόμα και στον ύπνο μας παίζαμε ποδόσφαιρο!
Το να γινόταν ένα γήπεδο σημαίνει πως θα γινόταν και ομάδα και αυτό με την σειρά του πάλι, σημαίνει πως θα ερχόταν και κάποιοι άνθρωποι που θα μας μάθαιναν σωστά πράγματα γύρω από το ποδόσφαιρο. Θα ερχόταν κάποιοι προπονητές από τους οποίους μόνο να κερδίσουμε θα είχαμε και τίποτα να χάσουμε. Σημαντικό στοιχείο αυτή την εποχή ήταν η δίψα και η αγάπη που είχαμε για αυτό που κάναμε και δυστυχώς χάθηκε μια μεγάλη ευκαιρία τότε, για πολλούς και διαφόρους λόγους! Ίσως και κάποιοι από εμάς να έκαναν κάτι διαφορετικό στην μετέπειτα ζωή τους από αυτό που κάνουν τώρα. Κάτι που να τους ευχαριστούσε περισσότερο και στο οποίο να ήταν καλύτεροι…
Αυτός είναι κι ο λόγος που γράφω αυτό το κείμενο, για να βγάλω ένα παράπονο, που νομίζω δεν είναι μόνο δικό μου αλλά και άλλων παιδιών. Παιδιών τότε βέβαια και  σήμερα μεσηλίκων. Για όσους είναι ακόμα εδώ (γιατί κάποιοι δυστυχώς έφυγαν από την παρέα μας) θέλω να δώσω μια συμβουλή, αν μου επιτρέπουν. Να μην σκοτώσουν ποτέ το παιδί που έχουν μέσα τους. Κι όσοι το έχουν καλά φιμώσει, να το αφήσουν λίγο να ανασάνει. Αυτό θα τους δείξει τον αληθινό δρόμο και όχι τα «πρέπει» της εποχής και της κοινής γνώμης.
Καλά Χριστούγεννα και καλές γιορτές σε όλους εύχομαι, μέσα από την καρδιά μου, σ’ αυτούς τους δύσκολους για όλους μας (σχεδόν) καιρούς!!!

Θεολόγος.

1 files, last one added on Nov 23, 2024
Album viewed 0 times

15 albums on 4 page(s) 3

Random files - Θεολόγος Ραλλίδης - Ιστορίες του Κάμπου
archaia_antissa06_2010_2.jpg
0 views
2.jpg
2 views
4.jpg
0 views
nisaki_kampos.jpg
2 views
archaia_antissa06_2010_27.jpg
0 views
IMAG0017.JPG
0 views
antissa5_1.jpg
0 views
8.jpg
1 views

Last additions - Θεολόγος Ραλλίδης - Ιστορίες του Κάμπου
theologos.jpg
4 viewsNov 23, 2024
iliovasilema_kampos.jpg
3 viewsNov 23, 2024
20240703_192103_28Copy29.jpg
3 viewsNov 23, 2024
20240703_192026_28Copy29.jpg
2 viewsNov 23, 2024
20240705_211014_28Copy29.jpg
2 viewsNov 23, 2024
20240701_210349_28Copy29.jpg
3 viewsNov 23, 2024
xtapodi1.jpg
0 viewsNov 10, 2024
xtapodi.jpg
0 viewsNov 10, 2024