Ήθη και έθιμα της Λέσβου
- Written by Super User
- Be the first to comment!

ΤΟ ΠΡΟΞΕΝΙΟ
Μόλις λοιπόν η κοπέλα – κυρίως η κοπέλα μια και τις κόρες τις θεωρούσανε κατά κάποιο τρόπο βάρος που έπρεπε να βγει έφτανε σε ηλικία γάμου οι γονείς άρχιζαν να σκέπτονται για την αποκατάστασή της. Εδώ αφού τα προσωπικά αισθήματα των παιδιών ήταν κάτι το απαγορευμένο τον πρώτο λόγο είχε η απόφαση του πατέρα αλλά και μιας δυναμικής μητέρας. Πιάνουν δουλειά λοιπόν οι προξενητάδες. Ο προξενητής ή η προξενήτρα πρόσωπο εμπιστοσύνης της οικογένειας που στέλνει το προξενιό – υπάρχουν βέβαια και οι γνωστές επαγγελματίες προξενήτρες αναλαμβάνουν να μεταφέρουν την επιθυμία της μιας οικογένειας στην άλλη. Μαζί με την πρόταση θα δοθούν και οι πρώτες πληροφορίες για την προίκα, της νύφης κυρίως, σε μετρητά, σπίτια και κτήματα. Θα δώσει μια προθεσμία για να σκεφτεί το πράγμα η οικογένεια του γαμπρού και θα ξαναπεράσει για να πάρει την τελική απόφαση.
Παρόμοια τα πράγματα και στην περίπτωση που ο γαμπρός στέλνει προξενιό στη νύφη.
ΜΕΛΙ ΜΕ ΚΑΡΥΔΙΑ
Η προξενήτρα ή ο προξενητής έπαιρνε μαζί του κάτι γλυκό συνήθως ζάχαρη και καραμέλες για να γλυκαθεί και να πιάσει το προξενιό. Αυτά βέβαια τα γλυκά, αν και λείψανε οι προξενιές και οι προξενήτρες, διατηρούνται και στις ημέρες μας από τις πρώτες στιγμές που αρχίζουν τα«κοντέματα» τις μιας οικογένειας με την άλλη, για να γλυκαθούν οι στιγμές και να πάνε όλα κατ’ ευχήν και με γλύκα.
Ποτέ δεν ξεχνά βέβαια να μπει στο σπίτι με το δεξί πόδι.
Αν τώρα η απόφαση που θα πάρει η οικογένεια που της πήγε το προξενιό είναι αρνητική θα δοθούν τότε δικαιολογίες, πως δεν έχουμε ακόμα καιρό για γάμους, πως δεν είμαστε ακόμα έτοιμοι, πως δεν έχουμε φέτος μαξούλια και άλλα παρόμοια.
«Καλό τσι άξιου του παλκάρ, αλλά έν έχουμι τσιρό για γάμ»
Αν όμως από την πλευρά της νύφης συμφωνούσαν και ήθελαν το γαμπρό, έλεγαν το «ναι» αλλά ερχόταν και η απαραίτητη ώρα της συζήτησης για την προίκα. Η προξενήτρα από μέρος του γαμπρού διαπραγματευότανε τι θα δώσει ο πατέρας της νύφης «για να κλείσει η δουλειά». Για να παντρευτεί μια γυναίκα έπρεπε να έχει προίκα και ήτανε πολύ σπάνιο να αποκατασταθεί ένα κορίτσι χωρίς ή με λιγοστή προίκα και με μόνη προϋπόθεση τον έρωτα. Η γυναίκα κατά τις τότε αντιλήψεις δεν ήταν εργαζόμενη, δεν είχε κάτι δικό της, δεν είχε τα δικά της χρήματα, πήγαινε στα χωράφια, ακόλουθος του άνδρα της, διαφέντευε το σπίτι και τα μωρά και παρόλα αυτά δεν λογαριαζόταν πως προσέφερε αρκετά στο σπίτι. Ήτανε λοιπόν φορτίο βαρύ για τον πατέρα ο οποίος απαραίτητα έπρεπε να το βγάλει τούτο από πάνω του. Έδινε λοιπόν την προίκα στον γαμπρό, που βέβαια την απαιτούσε η προξενήτρα, πριν καν προχωρήσει το πράγμα και πριν από οτιδήποτε άλλο, για να προχωρήσουν στον αρραβώνα. Και αν ο γαμπρός ήτανε παραπάνω έξυπνος και αρπαδόρος κοίταζε τι θα κερδίσει περισσότερο απ΄ το μέλλοντα πεθερό του. Μάλιστα όσα περισσότερα είχε ο πατέρας της νύφης τόσο περισσότερα απαιτούσε ο γαμπρός. Να πούμε πως κατά κανόνα και κατά τις τότε αντιλήψεις και τη θέση της γυναίκας στην τότε κοινωνία, μόνο η νύφη έπρεπε να δώσει ενώ ο γαμπρός και τίποτα να μην είχε δεν έπαιζε και κανένα ρόλο. Απαραίτητο να έχει σπίτι η νύφη αλλά και κατά δεύτερο λόγο ρουχισμό, οικιακά σκεύη, λιοκτήματα και ζώα. Ζητούσανε βέβαια και το απαραίτητο «μέτρημα», χρήματα μετρητά για να κλείσει η δουλειά και να δοθούν τα χέρια.
Κείνα τα χρόνια σε αρκετές περιπτώσεις στην προικοδοσία συνεισέφεραν και οι συγγενείς, κυρίως ο νουνός, αλλά και γείτονες και άτεκνες οικογένειες για να μεγαλώσει η προίκα και να «γίνει η δουλειά».-
Θα δώσω κι εγώ, έλεγαν, δυο ιλιές (δένδρα), ένα σ’νι (χάλκινο ταψί με χαμηλά χείλια), ένα μπακιρκό, δυο ζευγάρια σιντόνια…»…
Όλα αυτά είναι καταγραμμένα στα προικοσύμφωνα.
Ακόμα και σήμερα μέσα σε λιοκτήματα βρίσκονται δυο- τρία δένδρα που ανήκουν σε κάποιον άλλον. Είναι η προίκα που δόθηκε απ’ το νουνό ή άλλα συγγενικά πρόσωπα για να κλείσει όπως είπαμε η δουλειά και να μην χάσουν το γαμπρό.