Ένα παραμύθι για μεγάλους ... «Η Μηναξιά»
- Written by Δέσποινα Πασχαλίδου
- Be the first to comment!

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε ένα ξωτικό που το ΄λέγαν Μηνά. Απ΄αυτά, με τα μυτερά αυτιά και τις μεγάλες μύτες, αληθινό όμως.
Γιατί κάθε τι είναι αληθινό, αρκεί μονάχα ένας να πιστέψει, έστω και για λίγο, πως ετούτο έγινε στ΄αλήθεια.
Το ξωτικό ζούσε μόνο του στο δάσος, όχι πως ήταν αλλόκοτο και δεν την ήθελε τη συντροφιά μα να, ήταν που είχε χάσει τους γονείς του σε ατύχημα και μαζί με αυτούς και την ικανότητα να κάνει φίλους. Οι γονείς του είχαν κατέβει στη λίμνη να βρουν τη νεράϊδα Μερόπη, δεύτερη ξαδέρφη της μαμάς του, για να την καλέσουν σε βραδιά απαγγελίας μύθων του Αισώπου. Ο Μηνάς από παιδί απεχθάνονταν αυτές τις βραδιές, έλεγε πως όλο το δάσος μαζευόταν σπίτι τους και έκανε μνημόσυνο σε συγγενείς, προγόνους και αρχαία ξωτικά που ο Μηνάς μήτε τα ήξερε μήτε ήθελε να μάθει για τα κατορθώματά τους.
Το Δεκέμβριο οι λίμνες παγώνουν και δημιουργείται πυκνός αέρας από την υγρασία. Σα σύννεφο που έπεσε από τον ουρανό και στάθηκε πάνω στη λίμνη. Οι γονείς του Μηνά στην προσπάθειά τους να βρουν τη Μερόπη για να την καλέσουν στο … μνημόσυνο πάτησαν πάνω στην παγωμένη λίμνη, έσπασε ο πάγος και μιας και τα ξωτικά δε φημίζονται για τις ικανότητές τους στο κολύμπι, πνίγηκαν και οι δύο. Έτσι ο Μηνάς έμεινε ορφανός μ’ένα θυμό για τη νεράιδα Μερόπη και ένα καημό για την ορφάνια του.
Στον κόσμο των ξωτικών ήταν βαριά κατάρα και ντροπή να ζει κανείς μονάχος. Άλλωστε και ξωτικός και μόνος ούτε στα παραμύθια. Έτσι ο Μηνάς αποφάσισε να φύγει. Κίνησε για τα κίτρινα, τα κόκκινα, τα τρία πέντε κάστρα, άλλαξε δάσος κατοικίας, ξωτικοσχολιό και προσποιούνταν πως έχει οικογένεια. Κάθε απόγευμα αφού τελείωνε τα μαθήματα του σχολείου έβγαινε βόλτα στο δάσος. Συναντούσε άμαξες σε σχήμα κολοκύθας, μικρόσωμα ανθρωπάκια επτά στη σειρά να ακολουθούν μια κοπέλα με μαύρα μαλλιά, κόκκινα χείλη και επιδερμίδα άσπρη σαν το χιόνι, τρία γουρουνάκια να χλευάζουν δεξιά και αριστερά και ένα λύκο μεταμφιεσμένο σε γριά. Εκείνος μάλλον είχε μπερδέψει τις εποχές και ντύθηκε αποκριάτικα. Αυτό ο Μηνάς δεν το ΄χε πολυκαταλάβει μα μήτε τον απασχολούσε.
Η βόλτα κρατούσε ώρες πολλές, βλέπεις δεν είχε αφήσει πίσω του την οικογενειακή θαλπωρή ώστε να βιάζεται να γυρίσει. Έτσι ατένιζε τον κόσμο με βλέμμα ερευνητικό και γυρνούσε σπίτι του μόνο όταν το κρύο εισχωρούσε σε κάθε σημείο του σώματός του. Όταν έμπαινε σπίτι η ατμόσφαιρα ήταν καυτή από το τζάκι όπου άφηνε πάντα λίγα ξύλα να σιγοκαίνε. Ο ζεστός αέρας χάιδευε το πρόσωπό του και ένιωθε τα κύτταρά του να ανοίγουν σαν νούφαρα έτοιμα να δεχτούν την θέρμη.
Τα βράδια το ξωτικό καθόταν μόνο του στο τζάκι και αναπολούσε τις στιγμές πλάι στους γονείς του. Θυμόταν τις συζητήσεις και τα γέλια τους, τα παιχνίδια και τα πειράγματά τους. Η ζωή των ξωτικών είχε πικρή γεύση χωρίς το χάδι της μάνας, σαν φαγητό χωρίς αλάτι, δίχως δράκο παραμύθι. Ο Μηνάς είχε πείσει τον εαυτό του ότι θα κατάφερνε να ζήσει με αξιοπρέπεια και χωρίς εκείνους, δεν μπορούσε όμως να τον πείσει ότι δεν θα του λείπουν. Έτσι κάποια βράδια που η σκέψη τους γινόταν εμμονή, τα μάτια του γινόταν υγρά σαν την λίμνη που ρούφηξε τους γονείς του, ένας κόμπος ανέβαινε από το στομάχι στο λαιμό και του ΄κοβε τη λαλιά. Ο Μηνάς από φόβο μήπως σταματήσει να αναπνέει κατάπινε με γρήγορες κινήσεις όπου στο τέλος έβαζε τα κλάματα. Το ξωτικό σκούπιζε τα δάκρυα γρήγορα και νευρικά, δεν τα άφηνε ποτέ να φτάσουν ως το στόμα, το΄χε λέει γρουσουζιά. Η πραγματική αιτία όμως ήταν μια φήμη που κυκλοφορούσε στο δάσος. Λέγανε πως όποιο ξωτικό γευτεί τα δάκρυά του θα πεθάνει όπως ο Αλίμονος με τη χρυσή καρδιά, ένας γείτονας του Μηνά που πέθανε στον ύπνο του από τον καημό του την ημέρα που έμαθε πως χάθηκε η Ατλαντίδα. Έτσι τα δάκρυα δεν έκαναν μεγάλη πορεία πάνω στα ξωτικά μάγουλα του.
Ένας χρόνος είχε περάσει από τον χαμό των γονιών του μα η λύπη του απόψε είχε μια γεύση γλυκιά. Το δάσος είχε φορέσει τα γιορτινά του. Μη νομίζετε δηλαδή, πάντα το ίδιο λευκό φόρεμα κεντημένο με χοντρές νιφάδες χιονιού. Το μικρό μας ξωτικό ήξερε πως απόψε το βράδυ σε όλα τα σπίτια οι οικογένειες κάθονται γύρω από το στολισμένο δέντρο και διαβάζουν παραμύθια. Η γιαγιά γεμίζει την πιατέλα μελομακάρονα και η γάτα ζεσταίνει την ουρά της στο τζάκι με βλέμμα νικητή. Το ίδιο πίστευαν και αυτοί πως θα συμβαίνει στο σπίτι του Μηνά, αφού ο μικρός μας ήρωας είχε κρύψει καλά το μυστικό του. Ξημέρωναν Χριστούγεννα και η ατμόσφαιρα είχε κάτι μαγικό, κάτι από παραμύθι και κάτι από κανταΐφι. Για το πρώτο ευθύνονταν οι γιορτές, μα για το δεύτερο η κυρά Καλή, η γριά που έμενε στο τέλος του δρόμου.
Το σαλόνι ήταν ποτισμένο από το κόκκινο φως της φωτιάς και το σκοτάδι έξω από το παράθυρο μαύρο και πυκνό έδειχνε τα δόντια του στο μικρό σπίτι. Κάποιο όνειρο παράξενο και τρομακτικό τάραξε εκείνη τη νύχτα το Μηνά και τον έκανε να τρέξει ξυπόλυτο στο σαλόνι. Ένιωσε αμέσως μιαν ανθρώπινη αύρα να κινείται στο χώρο, αίσθημα πρωτόγνωρο αφού στο φτωχικό του μικρού Μηνά δεν είχε πατήσει ψυχή. Έστρεψε τότε το βλέμμα του στο Χριστουγεννιάτικο δέντρο, είδε τα δώρα από κάτω και αμέσως κατάλαβε πως ήταν ο Αϊ Βασίλης που μόλις είχε αποδράσει από την καμινάδα. Ίσως αυτός ο παχουλός ασπρομάλλης να΄ταν για το Μηνά μια κάποια συντροφιά, μα πάει και αυτός. Ο Μηνάς δεν του κρατούσε κακία. Το΄ξερε πως αυτό ο άγιος το΄χε χούι να έρχεται μόνο όταν δεν τον βλέπεις κανείς, να αφήνει τα δώρα και να φεύγει βιαστικά με τη δικαιολογία «να προλάβει». Έτσι το ξωτικό γύρισε στο κρεβάτι του και προσευχήθηκε του χρόνου να είναι το σπίτι του το τελευταίο που θα επισκεφτεί ο Αϊ Βασίλης μήπως και βρει χρόνο να πιούνε παρέα ένα τσάι από ποικιλίες του δάσους και να του προσφέρει ζεστό κέικ βατόμουρο. Ένας άλλος χοντρός που απαρνιόταν συστηματικά την παρέα του Μηνά ήταν ο Χιονάνθρωπος που εδώ και ένα μήνα στεκόταν σα παγωμένος έξω από το σπίτι του. Φορούσε πολύχρωμο κασκόλ με κρόσσια από πλεξούδες και ένα καπέλο μαύρο, όπως εκείνα που φορούν οι μάγοι, τα σηκώνουν και από μέσα βγαίνουνε πουλιά. Όσες φορές ο Μηνάς του πρότεινε να ΄ρθεί μέσα να πιούνε παρέα μια αχνιστή σοκολάτα και να κουβεντιάσουνε για τα νέα του δάσους, εκείνος τον κοιτούσε με ύφος αυστηρό και με δυο μάτια κάρβουνα απαντούσε «αυτό μπορεί και να με σκοτώσει». Έτσι ο Μηνάς δεν του το ξαναπρότεινε ποτέ αφού κακό δε μπορούσε να κάνει ούτε σε μυρμήγκι. Σχήμα λόγου δηλαδή, γιατί ένα καλοκαίρι είχε βάλει κάτω ένα και το πατούσε με όλη του τη δύναμη και μεταξύ μας καλά του έκανε. Το διαβολεμένο είχε μια δύναμη άλλο πράμα. Όλα τα μυρμήγκια κουβαλούν σαράντα φορές το βάρος τους, εκείνο μπέρδεψε τα μηδενικά και το κουβαλούσε τετρακόσιες. Έτσι τις νύχτες που το ξωτικό κοιμόταν… η τύχη του δούλευε! Το μυρμήγκι έκλεβε τα φρούτα από την φρουτιέρα και τα πήγαινε στη φωλιά του. Το ποτήρι όμως ξεχείλισε όταν του κλεψε το καρπούζι. Πώς και πώς περίμενε ο Μηνάς να ρουφήξει τη δροσιά του και να φτύσει με υπεροψία τα κουκούτσια.
Η ουσία ήταν πως το όμορφο ξωτικό προμηνύονταν να περάσει μαύρα Χριστούγεννα με τις αναμνήσεις του χθες και χωρίς Ελπίδες για το αύριο. Είχαν βλέπεις κανονίσει κι αυτές να φύγουν για ρεβεγιόν. Και ΄κεί που το σύμπαν είχε συνωμοτήσει να πάνε όλα στραβά, ήρθε ο ξαφνικός ήχος του κουδουνιού να αναποδογυρίσει τον κόσμο. Αυτό στα παραμύθια γίνεται εύκολα. Το ξωτικό αφού τινάχθηκε ξανά από το κρεβάτι και έτρεξε ξυπόλητο στην πόρτα, την άνοιξε μηχανικά. Κρύος ιδρώτας έλουσε το στέρνο και τα αυτιά του, αφού ως γνωστόν τα ξωτικά έχουν τα αυτιά τους ψηλά στο κεφάλι. Απέναντί του στεκόταν δύο συμμαθητές του από το σχολείο, ο Χιονάνθρωπος, εφτά νάνοι, ένας πρίγκιπας, ο Αϊ Βασίλης, η Χιονάτη, ο Ρούντολφ το ελαφάκι (από άλλο παραμύθι αυτό) και η θεία Μερόπη.
Ο Μηνάς ένιωσε πάλι εκείνο το κόμπο στο λαιμό να απειλεί πως θα του κόψει το νήμα της ζωής. Πού να στρέψει το βλέμμα του πρώτα? Σε ποιόν να απολογηθεί? Πόσα ψέματα τους είχε πει, γιατί δεν τους είπε ποτέ ότι τους έχει ανάγκη, ότι τους χρειάζεται? Γιατί δεν φώναξε ότι τους αγαπάει?
«Τα ξέραμε όλα» είπε με σταράτη φωνή ο πρίγκιπας διακόπτοντας τις σκέψεις του Μηνά. «Ήταν πολύ ανόητο να μας κρύψεις πως είσαι μόνος και να μιλάς για γονείς και αδέρφια. Μοναχός είσαι μισός και πουθενά δε φτάνεις, ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη και οι χειμώνες θα σου παγώσουν την καρδιά». Ο Μηνάς έμεινε να κοιτά με βλέμμα σαλεμένο. Μια φλόγα μαίνονταν κάτω από το δέρμα του και το κορμί του ριγούσε. Τότε ένας από τους νάνους σήκωσε όλο το ανάστημά του και φώναξε δυνατά. «Μόνος ούτε στην αγκαλιά της Χιονάτης» και όλοι ξέσπασαν σε γέλια.
«Καλά Χριστούγεννα», φώναξε η θεία Μερόπη και μπήκε πρώτη στο σπίτι του Μηνά. «Καλά Χριστούγεννα» ευχήθηκαν και οι άλλοι και άρχισαν να μπαίνουν ένας ένας μέσα στο σπίτι.
Όλο το βράδυ ΄λέγαν ιστορίες και ανέκδοτα και τα γέλια τους δεν είχαν σταματημό. Πού και πού ΄λέγαν και κανένα παραμύθι, έτσι για να ξεφεύγουν λίγο από την πραγματικότητα. Μια ξαφνική ιδέα έλαμψε μέσα στο κεφάλι του Ρούντολφ και αμέσως έτρεξε στο γωνιακό μαγαζάκι να την υλοποιήσει. Το ελαφάκι αγόρασε μία τράπουλα, ένα μαγικό ραβδί, ένα ιπτάμενο χαλί, εφτά θαύματα, δύο τσουβάλια καραμέλες και ζαχαρωτά, βεγγαλικά και μπόλικη χρυσόσκονη. Ήθελε λέει να δώσει στη βραδιά την αίγλη που της άξιζε αλλά ταυτόχρονα να κλέψει και τις εντυπώσεις.
Το σαλονάκι είχε πια γεμίσει ασφυκτικά και δεν ήταν οι φίλοι του Μηνά που το είχαν φέρει σε αυτό το αδιαχώρητο σημείο μα οι Ελπίδες, που είχαν επιστρέψει έκτακτα από το ταξίδι τους, για να μη χάσουνε λέει «το πανηγύρι». Όλο το βράδυ γυρνούσαν στα διάφορα πηγαδάκια αλλάζοντας παρέες συνεχώς. Πρώτα έκλεβαν από τη τούρτα τα κερασάκια και έπειτα κλείναν ματιές με χαμόγελο συνωμοτικό. Οι Ελπίδες ήταν οι πραγματικές αρτίστες τις βραδιάς. Το΄ξεραν πως ποτέ κανείς δεν τις καλεί, μα όταν εκείνες εμφανιστούν απρόσκλητες από το πουθενά όλοι τις υποδέχονται με ανοιχτές καρδιές σα τριαντάφυλλα. Οι περισσότερες όμως είχαν μαζευτεί γύρω από το Μηνά, αναμφίβολα πια ήταν η τυχερή του μέρα.
Και ζήσανε αυτοί καλά και μεις καλύτερα...
Και αν αυτά φαντάζουνε λιγάκι ξωτικά, τα παραμύθια έχουνε όλα και μιαν αλήθεια. Και όλοι εμείς ένα Μηνά κρυμμένο στη καρδιά μας.